- ὕπισχνος
- ὕπισχνος, ον,A somewhat thin,
φλοιός Dsc.3.128
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλοιός Dsc.3.128
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕπισχνος — somewhat thin masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπισχνος — ον, Α κάπως ισχνός, κάπως λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰσχνός] … Dictionary of Greek
ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… … Dictionary of Greek